ἀμφαγείρομαι

ἀμφαγείρομαι
ἀμφαγείρομαι, [voice] Med.,
A gather round, Hom. only in [tense] aor. 2,

θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο Il.18.37

, cf. A.R.4.1527: in later [dialect] Ep. [tense] pres.

ἀμφαγέρομαι Theoc.17.94

, Opp.H.3.231, 4.114.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμφαγείρομαι — ἀμφαγείρομαι (Α) συναθροίζομαι γύρω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + αρχ. ἀγείρομαι. Οι τ. ἠγερέθονται, ἠγερόθοντο πλάστηκαν στην επική γλώσσα με παρεμβολή τού σχηματιστικού επιθήματος θ και γενίκευση τού η για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφαγέρονται — ἀμφαγείρομαι gather round pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφαγέροντο — ἀμφαγείρομαι gather round aor ind mid 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”